Τα τρία πρώτα από τα τέσσερα ονόματα που αναφέρονται στην ερώτηση είναι σωστά. Το όνομα «Διαμαρτυρόμενοι» και η λατινική εκφορά του «Προτεστάντες», μας συνδέει με το κίνημα της θρησκευτικής Μεταρρύθμισης του 16ου αιώνα. Προτιμούμε όμως το όνομα «Ευαγγελικοί» γιατί ταιριάζει με την έμφαση που δίνουμε στο Ευαγγέλιο, δηλαδή στην Αγία Γραφή. Ευαγγελιστές είναι μόνο τέσσερις: ο Ματθαίος, ο Μάρκος, ο Λουκάς και ο Ιωάννης!
Οι Ευαγγελικοί ιστορικά ανάγονται στο κίνημα της Μεταρρύθμισης που σάρωσε την Ευρώπη τον 16ο αιώνα. Το γεγονός αυτό κάνει αρκετούς να αναρωτιούνται πώς μπορεί κάτι που ξεκίνησε τόσο αργά να έχει τη σφραγίδα της αυθεντικότητας; Αυτό αρχικά φαίνεται λογικό. Παραβλέπει όμως το γεγονός ότι το βασικό μήνυμα της Μεταρρύθμισης δεν ήταν η επινόηση κάτι νέου αλλά η επιστροφή στην αγνότητα και απλότητα της αποστολικής εποχής. Δυστυχώς οι εκκλησίες που διεκδικούν το προνόμιο και την αποκλειστικότητα της αποστολικής διαδοχής πολύ λίγο θυμίζουν το ύφος και τη διδασκαλία των Αποστόλων όπως περιγράφονται στην Καινή Διαθήκη. Η αποστολικότητα λοιπόν δεν είναι ιστορικό αλλά πρωτίστως πνευματικό και θεολογικό θέμα.
Αναγνωρίζουμε τον ιδιαίτερο ρόλο και την προσφορά της Ορθόδοξης Εκκλησίας στον Ελληνισμό. Διεκδικούμε όμως την αναγνώριση της προσφοράς και των Ελλήνων Ευαγγελικών. Οι Έλληνες Ευαγγελικοί ήταν και είναι παρόντες σε όλους τους αγώνες του Ελληνισμού.
Δεχόμαστε ως ιστορικό δεδομένο την ιδιαίτερη σχέση της Ορθοδοξίας με τον Ελληνισμό. Απορρίπτουμε όμως θεολογικά την ταύτιση των δύο αυτών εννοιών. Η Χριστιανική Εκκλησία δεν μπορεί και δεν πρέπει ποτέ να ταυτιστεί με ένα συγκεκριμένο έθνος.
Η απάντηση εδώ εξαρτάται από το τι ακριβώς έχουμε στο νου μας με την ερώτηση. Αν εννοούμε ότι ο Θεός είναι τόσο απόμακρος και απρόσιτος και ότι ο Ιησούς Χριστός, ο Υιός Του, δεν μπόρεσε με την ενσάρκωσή Του να γεφυρώσει την απόσταση ανάμεσα στο Θεό και τον άνθρωπο, ώστε να χρειαζόμαστε τη μεσιτεία και μεσολάβηση ενδιάμεσων, δηλαδή των αγίων, τότε απαντούμε κατηγορηματικά «όχι»! Με άλλα λόγια, τιμούμε τους αγίους ως παραδείγματα για να μιμηθούμε και να εμπνευστούμε σε μια ζωή πίστης και αφοσίωσης. Δεν τους προσκυνούμε όμως, ούτε και προσευχόμαστε σ’ αυτούς. Η προσευχή μας απευθύνεται απευθείας στο Θεό, που μας δίνει το δικαίωμα και το προνόμιο να Τον αποκαλούμε «Πατέρα» και να βιώνουμε μία προσωπική σχέση αμεσότητας μαζί Του.
Δεν έχουμε κανένα πρόβλημα με την εικαστική, αισθητική και διδακτική χρήση των εικόνων. Το πρόβλημα είναι η λατρευτική χρήση τους. Ο Θεός όρισε νωρίς, από την Παλαιά Διαθήκη, η λατρεία Του να είναι ανεικονική (χωρίς εικόνες), γιατί θέλει με αυτόν τον τρόπο να θυμόμαστε ότι ο Θεός είναι πνεύμα και ζητά λατρεία «εν πνεύματι και αληθεία».
Η Ευαγγελική Εκκλησία αναγνωρίζει και εφαρμόζει τις τελετές της Θείας Ευχαριστίας, του Γάμου και της Βάπτισης. Σε αυτές όμως δεν προσδίδει την έννοια του «μυστηρίου». Δεν θεωρεί, δηλαδή, ότι κάτι το «θαυματουργικό» λαμβάνει χώρα κατά την τέλεσή τους. Ούτε και τις βλέπει ως μέσα που τα διαχειρίζεται η Εκκλησία δια των οποίων διοχετεύεται η θεία χάρη για την σωτηρία των ανθρώπων.
Εδώ έχουμε ένα καλό παράδειγμα της κατηγορίας των διαφορών που τις θεωρούμε επουσιώδεις και λιγότερης σημασίας. Έτσι, αν και τιμούμε το Σταυρό του Χριστού, πρώτα από όλα με το σεβασμό μας σε αυτόν, έπειτα με μία πλούσια υμνογραφία που έχει το Σταυρό ως θέμα της και τέλος με την ανάρτηση του συμβόλου του σταυρού σε κεντρικό σημείο των ναών μας, δεν έχουμε τη συνήθεια να κάνουμε χρήση του στην προσευχή μας. Αυτό είναι απλά και μόνο θέμα παράδοσης και συνήθειας. Βέβαια, δεν παραβλέπουμε τον κίνδυνο η προσευχή να τυποποιηθεί και να περιοριστεί μόνο σε μία εξωτερική απλά κίνηση, χωρίς να ξεκινά και να αφορά την καρδιά.
Η Ευαγγελική Εκκλησία δέχεται την ιεροσύνη όλων των αναγεννημένων Χριστιανών. Όταν σκίστηκε το καταπέτασμα στο ναό με το θάνατο του Χριστού, σήμαινε ότι ο κάθε πιστός έχει άμεση πρόσβαση στο Θεό, επειδή ο Χριστός είναι ο μέγας αρχιερέας και μόνος μεσολαβητής. Έτσι στη δομή της δεν υπάρχουν ιερείς ως ξεχωριστή και ιδιαίτερη κατηγορία αξιωματούχων που έχουν την εξουσία να μεταδίδουν και να διαμεσολαβούν τη χάρη του Θεού. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, όπως ήδη είδαμε, απορρίπτει και το μυστήριο της Ιεροσύνης. Η Ευαγγελική Εκκλησία χειροτονεί ποιμένες, δίνοντάς τους το ρόλο της διαποίμανσης μέσα στο έργο της Εκκλησίας και όχι μία ιδιαίτερη θέση σε κάποια εκκλησιαστική ιεραρχία.
Τιμούμε τη Μητέρα του Κυρίoυ. Μνημονεύουμε με σεβασμό την αγιότητά της. Την μακαρίζουμε για το προνόμιο που της δόθηκε να μετάσχει στο μυστήριο των αιώνων, την Ενσάρκωση του Θείου Λόγου, του Ιησού Χριστού. Παραδειγματιζόμαστε από τη ζωή της, δίνοντας προσοχή στην προτροπή της «ό,τι σας λέγει (ο Ιησούς) κάμετε», που είπε στο γάμο της Κανά. Με την ενέργεια της αυτή έστρεψε τα βλέμματα όλων στον υιό της, τον Κύριο μας Ιησού Χριστό.
Δείχνουμε σεβασμό και αγάπη και στον κλήρο και στο λαό. Αν και υπάρχουν καταστάσεις και πρακτικές που δεν μας βρίσκουν σύμφωνους, χαιρόμαστε ειλικρινά και δοξάζουμε το Θεό για όλους τους ευσεβείς πιστούς στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Διαφωνούμε ριζικά για λογικούς και θεολογικούς λόγους με την αντίληψη ότι κάποιος είναι αυτομάτως Χριστιανός, επειδή είναι πολιτογραφημένος ΄Ελληνας και βαπτισμένος Ορθόδοξος. Για αυτό πιστεύουμε ότι είναι ανάγκη το ευαγγέλιο να αγγίξει μεταμορφωτικά και πάλι τις καρδιές των Ελλήνων.
Input your search keywords and press Enter.